Υπαίθριος πάγκος - ορισμός του υπαίθριος πάγκος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%85%cf%80%ce%b1%ce%af%ce%b8%cf%81%ce%b9%ce%bf%cf%82+%cf%80%ce%ac%ce%b3%ce%ba%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.669.490.617
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
υπαίθριος πάγκος
Μεταφράσεις
υπαίθριος πάγκος
كُشْك
υπαίθριος πάγκος
stánek
υπαίθριος πάγκος
stand
υπαίθριος πάγκος
Verkaufsstand
υπαίθριος πάγκος
stall
υπαίθριος πάγκος
puesto
υπαίθριος πάγκος
koju
υπαίθριος πάγκος
étalage
υπαίθριος πάγκος
štand
υπαίθριος πάγκος
stand
υπαίθριος πάγκος
屋台
υπαίθριος πάγκος
상품 진열대
υπαίθριος πάγκος
stalletje
υπαίθριος πάγκος
bås
υπαίθριος πάγκος
stragan
υπαίθριος πάγκος
barraca
υπαίθριος πάγκος
стойло
υπαίθριος πάγκος
stånd
υπαίθριος πάγκος
แผงขายของ
υπαίθριος πάγκος
tezgah
υπαίθριος πάγκος
quầy bán hàng
υπαίθριος πάγκος
货摊
Πλοηγός λέξεων
?
▲
υλακή
ύλη
υλική
υλικό
υλικό σημείο
υλικό υπολογιστή
υλικός
υλισμικό
υλισμός
υλοποίηση
υλοποιούμαι
υλοποιώ
υλοτομία(η)
Υμαλία
υμέναιος
υμένας
υμενόπτερα
Υμίρ
ύμνος
υμνώ
υμνωδία
υνί
υἱός
υπάγομαι
υπαγόρευση
υπαγορεύω
υπάγω
υπαίθρια
υπαίθριο
υπαίθριος
υπαίθριος πάγκος
υπαίθριος χώρος για εκθέσεις
ύπαιθρο
ύπαιθρος
υπαινιγμός
υπαινίσσομαι
υπαινισσόμενος
υπαίτιος
υπακοή
υπάκοος
υπάκουη
υπάκουο
υπάκουος
υπακούω
υπακτικό
υπακτικός
υπάλληλος
υπάλληλος καταστήματος
υπάλληλος που ελέγχει τη στάθμευση
υπάλληλος σωφρωνιστικού καταστήματος
υπανάπτυκτη
υπανάπτυκτο
υπανάπτυκτος
υπαναχωρώ
υπαναχωρώ.
υπάνθρωπος
υπαξιωματικός
υπαρκτή
υπαρκτό
υπαρκτός
ύπαρξη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close