υποανάπτυκτος
(προωθήθηκε από υπανάπτυκτη)Μεταφράσεις
υπ (ο) ανάπτυκτος
(ipοa'naptiktos) αρσενικόυπανάπτυκτη
(ipa'naptikti) θηλυκόυπανάπτυκτο
(ipa'naptikto) ουδέτεροεπίθετο
σε καθυστερημένη φάση οικονομικής ανάπτυξης υπανάπτυκτη κοινωνία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.