υπεραστικός
(προωθήθηκε από υπεραστικό)Μεταφράσεις
υπεραστικός
(iperasti'kos) αρσενικόυπεραστική
(iperasti'ci) θηλυκόυπεραστικό
(iperasti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που ξεπερνάει τα όρια πόλης ή κοινότητας η υπεραστική συγκοινωνία υπεραστικό λεωφορείο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.