υπερηφάνεια
Μεταφράσεις
(υ) περηφάνεια
( iperi'fania)ουσιαστικό θηλυκό
1. αίσθημα αξιοπρέπειας, αυτοεκτίμησης Αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες με υπερηφάνεια.
2. αίσθημα ικανοποίησης για κτ που μου συμβαίνει αισθάνομαι περηφάνια για κπ μιλάω με περηφάνια για κτγια κπ
3. η υπεροψία υπερηφάνεια χωρίς όρια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.