υπνοβάτης
(προωθήθηκε από υπνοβάτισσα)Μεταφράσεις
υπνοβάτης
(ipno'vatis) αρσενικόυπνοβάτισσα
noctambulist, sleepwalker, somnambulist (ipno'vatisa) θηλυκόουσιαστικό
αυτός που περπατάει ενώ κοιμάται
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.