Υπνωτικό χάπι - ορισμός του υπνωτικό χάπι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%85%cf%80%ce%bd%cf%89%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c+%cf%87%ce%ac%cf%80%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.378.533.147
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
υπνωτικό χάπι
Μεταφράσεις
υπνωτικό χάπι
حَبَّةُ نَوْم
υπνωτικό χάπι
prášek na spaní
υπνωτικό χάπι
sovepille
υπνωτικό χάπι
Schlaftablette
υπνωτικό χάπι
sleeping pill
υπνωτικό χάπι
somnífero
υπνωτικό χάπι
unilääke
υπνωτικό χάπι
somnifère
υπνωτικό χάπι
tableta za spavanje
υπνωτικό χάπι
sonnifero
υπνωτικό χάπι
睡眠薬
υπνωτικό χάπι
수면제
υπνωτικό χάπι
slaappil
υπνωτικό χάπι
sovepille
υπνωτικό χάπι
tabletka nasenna
υπνωτικό χάπι
sonífero
υπνωτικό χάπι
снотворное
υπνωτικό χάπι
sömntablett
υπνωτικό χάπι
ยานอนหลับ
υπνωτικό χάπι
uyku hapı
υπνωτικό χάπι
thuốc ngủ
υπνωτικό χάπι
安眠药
Πλοηγός λέξεων
?
▲
υπεύθυνο
υπεύθυνος
υπεύθυνος πωλήσεων
υπευθυνότητα
υπήκοος
υπηκοότητα
υπηρεσία
υπηρεσία δωματίων
υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας
υπηρέτης
υπηρέτρια
υπηρετώ
υπήρξα
υπνάκος
υπναράδικο
υπναράς
υπναρού
υπνηλία
υπνική άπνοια
υπνοβάτης
υπνοβάτισσα
υπνοβατώ
υπνοδωμάτιο
υπνοθεραπεία
υπνοθεραπευτής
ύπνος
υπνόσακος
ύπνωση
υπνωτίζω
υπνωτικό
υπνωτικό χάπι
υπνωτικός
υπνωτισμός
υπνωτιστής
υπό
υποαλλεργικός
υποανάπτυκτος
υποβαθμίζομαι
υποβαθμίζω
υποβάθμιση
υποβαθμιστικός
υπόβαθρο
υποβάλλομαι σε
υποβάλλω
υποβάλλω αίτηση
υποβάλλω σε δοκιμή
υποβαστάζω
υποβιβάζω
υποβιβασμένος
υποβιταμίνωση
υποβοηθητικός
υποβοηθώ
υποβολή
υποβρήχιος
υποβρύχια
υποβρύχιο
υποβρύχιος
υποβρυχίως
υπογάστριο
υπόγεια
υπόγεια διάβαση πεζών
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close