υποχρεωμένος
(προωθήθηκε από υποχρεωμένο)Μεταφράσεις
υποχρεωμένος
(ipoxreo'menos) αρσενικόυποχρεωμένη
(ipoxreo'meni) θηλυκόυποχρεωμένο
(ipoxreo'meno) ουδέτεροεπίθετο
1. αναγκασμένος Είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω.
2. ευγνώμων νιώθω βαθιά υποχρεωμένος σε κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.