υπόκωφος
(προωθήθηκε από υπόκωφη)Μεταφράσεις
υπόκωφος
(i'pokofos) αρσενικόυπόκωφη
(i'pokofi) θηλυκόυπόκωφο
hollow (i'pokofo) ουδέτεροεπίθετο
(για ήχο) μακρινός και βαθύς υπόκωφος ήχος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.