Φακή - ορισμός του φακή από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%86%ce%b1%ce%ba%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.926.376
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
φακή
Μεταφράσεις
φακή
lentil
lenteja
lentilles
чечевица
linze
lentilha
العدس
леща
čočka
렌즈콩
lins
(
fa'ci
)
ουσιαστικό
θηλυκό
είδος όσπριου
lentille
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
φαγκότο
φαγοκύτταρο
φαγούρα
φαγώσιμo
φαγώσιμη
φαγώσιμο
φαγώσιμος
φαεινός
φαϊ
φαΐ
φαιδρός
φάιμπεργκλας
φαίνεται
φαίνομαι
φαινομενικά
φαινομενική
φαινομενικό
φαινομενικός
φαινόμενο
φαινόμενο ντόμινο
φαινόμενο του θερμοκηπίου
φαινομενολογία
φαινομενολογικός
φαινότυπος
φαινυλαλανίνη
φαιός
φάκα
φακελάκι
φάκελος
φακές
φακή
φακίδα
φακίδες
φακοί επαφής
φακός
φακός επαφής
φακός ζουμ
φάλαγγα
φάλαινα
φαλαινάκι
φαλάκρα
φαλακρή
φαλακρό
φαλακρός
φαλαρίδα
φαλιρίζω
φαλλοκρατία
φαλλός
φάλτσα
φάλτσο
φάλτσος
φαναράκι
φανάρι
φαναρτζής
φανατίζομαι
φανατίζω
φανατικά
φανατική
φανατικό
φανατικός
φανατισμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close