Φακελάκι - ορισμός του φακελάκι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%86%ce%b1%ce%ba%ce%b5%ce%bb%ce%ac%ce%ba%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.664.524.761
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
φακελάκι
Μεταφράσεις
φακελάκι
Trinkgeld
tip
pourboire
תשר
チップ
fooi
napiwek
Чаевые
bahşiş
(
face'laci
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
ποσό χρημάτων που δε δηλώνεται ή δωροδοκία
dessous
αρσενικό
de table
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Φαγητό/ Ποτό
φαγιά
φαγιάντσα
φαγκότο
φαγοκύτταρο
φαγούρα
φαγώσιμo
φαγώσιμη
φαγώσιμο
φαγώσιμος
φαεινός
φαϊ
φαΐ
φαιδρός
φάιμπεργκλας
φαίνεται
φαίνομαι
φαινομενικά
φαινομενική
φαινομενικό
φαινομενικός
φαινόμενο
φαινόμενο ντόμινο
φαινόμενο του θερμοκηπίου
φαινομενολογία
φαινομενολογικός
φαινότυπος
φαινυλαλανίνη
φαιός
φάκα
φακελάκι
φάκελος
φακές
φακή
φακίδα
φακίδες
φακοί επαφής
φακός
φακός επαφής
φακός ζουμ
φάλαγγα
φάλαινα
φαλαινάκι
φαλάκρα
φαλακρή
φαλακρό
φαλακρός
φαλαρίδα
φαλιρίζω
φαλλοκρατία
φαλλός
φάλτσα
φάλτσο
φάλτσος
φαναράκι
φανάρι
φαναρτζής
φανατίζομαι
φανατίζω
φανατικά
φανατική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close