φανταχτερός
(προωθήθηκε από φανταχτερό)Μεταφράσεις
φανταχτερός
(fandaxte'ros) αρσενικόφανταχτερή
(fandaxte'ri) θηλυκόφανταχτερό
colourful, garish, gaudy, lurid, ostentatiousokázalýฉูดฉาด (fandaxte'ro) ουδέτεροεπίθετο
χτυπητός, πολύ έντονος φανταχτερά χρώματα φανταχτερά ρούχα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.