φαρμακερός
Μεταφράσεις
φαρμακερός
(farmace'ros) αρσενικόφαρμακερή
(farmace'ri) θηλυκόφαρμακερό
virulent (farmace'ro) ουδέτεροεπίθετο
1. δηλητηριώδης φαρμακερό φίδι
2. μεταφορικά πολύ κακός φαρμακερά λόγια
3. μεταφορικά διαπεραστικός Βγήκε παρά το φαρμακερό κρύο.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.