Φατνιακός - ορισμός του φατνιακός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%86%ce%b1%cf%84%ce%bd%ce%b9%ce%b1%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.589.343.199
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
φατνιακός
Μεταφράσεις
φατνιακός
alveolar
Πλοηγός λέξεων
?
▲
φάρυγγας
φαρυγγίτιδα
φάσα
φασαμέν
φασαρία
φασαριόζικος
φάση
φασιανόs
φασιανός
φασισ
φασισμός
φασίστας
φασιστής
φασίστρια
φασκιά
φασκιώνω
φασκομηλιά
φασκόμηλο
φασκωλόμυς
φάσμα
φασολάδα
φασολάκι
φασολάκια
φασόλι
φασολιά
φασούλι
φαστφούντ
φαστφουντάδικο
φαταλισμός
φάτνη
φατνιακός
φάτνιον
φάτνωμα
φατρία
φάτσα
φαύλος
φαύλος κύκλος
φαυλότητα
φαφλατάς
φαφούτα
φαφούτης
φαφούτικο
Φεβρουάριος
Φεβρουάριος (Fewruarios)
φεγγάρι
φεγγαρόφωτο
φεγγίζω
φεγγίτης
φεγγόβολος
φεγγοβολώ
φέγγω
φείδι
φείδομαι
φειδωλός
φείδωμαι
φελλίνη
φελλός
φελούκα
φεμινισμός
φεμινιστής
φεμινιστική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close