φεμινιστικός
(προωθήθηκε από φεμινιστικό)Μεταφράσεις
φεμινιστικός
(feministi'kos) αρσενικόφεμινιστική
(feministi'ci) θηλυκόφεμινιστικό
(feministi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με το φεμινισμό το φεμινιστικό κίνημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.