φευγαλέος
Μεταφράσεις
φευγαλέος
(fevɣa'leos) αρσενικόφευγαλέα
(fevɣa'lea) θηλυκόφευγαλέο
elusive, fugitiveévanescent, évasif, fugace (fevɣa'leo) ουδέτεροεπίθετο
1. γρήγορος, βιαστικός, ανεπαίσθητος φευγαλέα ματιά
2. παροδικός φευγαλέα χαρά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.