Φημίζομαι - ορισμός του φημίζομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%86%ce%b7%ce%bc%ce%af%ce%b6%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.607.276.275
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
φημίζομαι
Μεταφράσεις
φημίζομαι
(
fi'mizome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
είμαι γνωστός για κτ
être réputé/-ée être célèbre
Η Ελλάδα φημίζεται για την κουζίνα της.
La Grèce est réputée pour sa cuisine.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
φεριμπότ
φέριμποτ
φέρμιο
φερμιόνιο
φερμουάρ
φέρνω
φέρνω νωρίτερα
φέρομαι
φερόμενος
φέρσιμο
φέρω
φερώνυμος
φέσι
φεστιβάλ
φέτα
φετινή
φετινό
φετινός
φέτος
φέττα
φευγαλέα
φευγαλέο
φευγαλέος
φευγάτος
φευγιό
φεύγω
Φεύγω αύριο
φήμες
φήμη
φημησμένος
φημίζομαι
φημισμένη
φημισμένο
φημισμένος
φημολογία
φθάνω
φθάρθηκα
φθαρμένος
φθαρτός
φθείρομαι
φθείρω
φθηνός
φθινοπωρινή
φθινοπωρινή ισημερία
φθινοπωρινό
φθινοπωρινός
φθινόπωρο
φθίνω
φθίση
φθόγγος
φθονερός
φθόνος
φθονώ
φθορά
φθορίζω
φθορίζων
φθόριο
φθορισμός
φι
φιάλη
φιάλι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close