φιλόδοξος
(προωθήθηκε από φιλόδοξο)Μεταφράσεις
φιλόδοξος
(fi'loðoksos) αρσενικόφιλόδοξη
(fi'loðoksi) θηλυκόφιλόδοξο
ambitieuxambiciosoambitious, aspirantطَموحctižádostivýambitiøsehrgeizigambiciosokunnianhimoinenambiciozanambizioso野心的な야심적인ambitieusambisiøsambitnyчестолюбивыйambitiösทะเยอทะยานhırslınhiều tham vọng有雄心的, 雄心勃勃雄心勃勃שאפתן (fi'loðokso) ουδέτεροεπίθετο
1. που κυνηγάει τη δόξα Θα πετύχει γιατί είναι πολύ φιλόδοξος.
2. που θέλει και τολμάει να πραγματοποιεί τα όνειρά του φιλόδοξος υπάλληλος
3. με υπερβολικά υψηλούς στόχους πολύ φιλόδοξα σχέδια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.