φοράω
Μεταφράσεις
φοράω
(fo'rao)φορώ
(fo'ro)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. έχω πάνω μου ένα ρούχο ή καλλυντικό, κόσμημα κ.λπ. φοράω ρολόι Μυρίζει ωραία το άρωμα που φοράς!
2. βάζω ένα ρούχο Φόρεσε το παλτό σου!
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.