Φρά-χτης-κτης - ορισμός του φρά-χτης-κτης από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%86%cf%81%ce%ac-%cf%87%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%ba%cf%84%ce%b7%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.381.320.293
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
φρά-χτης-κτης
Μεταφράσεις
φρά-χτης-κτης
(
'fra-xtis-ktis
)
ουσιαστικό
αρσενικό
περίφραξη εξωτερικού χώρου
haie
θηλυκό
clôture
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ΦΠΑ
φραγή
φράγκιο
φραγκοστάφυλο
φράγμα
φραγμός
φράζω
φρά-ζω-σω
Φράιμπουργκ
φράκο
φρακτή
φράκτης
φραμπαλάς
φραμπουάζ
Φρανκφούρτη
Φρανσίσκο
φράντζα
φραντζόλα
φραντζολάκι
φράξο
φράξος
φράουλα
φραουλιά
Φράσεις για τα ψώνια
φρασεολογία
φράση
φράσσω
φραστικός
φρατζόλα
φράχτης
φρά-χτης-κτης
φρεάτιο
φρεγάτα
φρεζάτος
φρενάρισμα
φρενάρω
φρενίτιδα
φρενιτικός
φρενιτιώδης
φρενιτώδης
φρένο
φρενοβλαβεία
φρενοβλαβής
φρενολογικός
φρεσκάδα
φρεσκάρομαι
φρεσκάρω
φρέσκια
φρέσκο
φρέσκο κρεμμύδι
φρέσκος
φριζιακά
φρικάρω
φρίκη
φρικιαστική
φρικιαστικό
φρικιαστικός
φρικιό
φρικιώ
φρικτά
φρικτή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close