φρένο
Μεταφράσεις
φρένο
brakefreinفَرامِلbrzdabremseBremsefrenojarrukočnicafrenoブレーキ브레이크rembremshamulecfreio, travãoтормозbromsเบรคหรือเครื่องห้ามล้อfrenphanh刹车спирачкаבלם ('freno)ουσιαστικό ουδέτερο
1. μηχανισμός που επιβραδύνει την ταχύτητα του αυτοκινήτου πατάω φρένο
2. μεταφορικά εμπόδιο, φραγμός βάζω φρένο σε κπ βάζω φρένο στις παρορμήσεις μου
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.