φροντισμένος
(προωθήθηκε από φροντισμένο)Μεταφράσεις
φροντισμένος
(frondi'zmenos) αρσενικόφροντισμένη
(frondi'zmeni) θηλυκόφροντισμένο
(frondi'zmeno) ουδέτεροεπίθετο
περιποιημένος φροντισμένη έκδοση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.