φυλλοβόλος
(προωθήθηκε από φυλλοβόλο)Μεταφράσεις
φυλλοβόλος
(filo'volos) αρσενικό-θηλυκόφυλλοβόλο
deciduous (filo'volo) ουδέτεροεπίθετο
του οποίου τα φύλλα πέφτουν το χειμώνα φυλλοβόλο δέντρο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.