Φυλλοβόλο - ορισμός του φυλλοβόλο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%bb%ce%bf%ce%b2%cf%8c%ce%bb%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.391.891.004
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
φυλλοβόλος
(προωθήθηκε από
φυλλοβόλο
)
Μεταφράσεις
φυλλοβόλος
(
filo'volos
)
αρσενικό-θηλυκό
φυλλοβόλο
deciduous
(
filo'volo
)
ουδέτερο
επίθετο
του οποίου τα φύλλα πέφτουν το χειμώνα
caduc
; caduque à feuilles caduques
φυλλοβόλο δέντρο
un arbre caduc
Πλοηγός λέξεων
?
▲
φυλάγομαι
φύλακας
φύλακας ασφάλειας
φυλακή
φυλακιζόμενος
φυλακίζω
φυλάκιο
φυλάκιση
φυλακισμένη
φυλακισμένο
φυλακισμένος
φυλακισόμενος
φυλακτό
φύλαξη
φυλάξου
φύλαρχος
φυλάσσω
φυλαχτό
φυλάω
φυλετική
φυλετικό
φυλετικός
φυλετισμός
φυλή
φύλλα
φυλλάδιο
φύλλο
φύλλο δάφνης
φύλλο κρούστας
φύλλο χαρτιού
φυλλοβόλο
φυλλοβόλος
φυλλομετρητής
φυλλώδης
φύλλωμα
φύλο
φυματίωση
φυντάνι
φυσάει
φυσαλίδα
φυσαλλίδα
φυσαρμόνικα
φυσάω
φύση
φύσημα
φυσίγγι
φυσίγγιο
φυσιγγιοθήκη
φυσικά
φυσική
φυσική επιλογή
φυσικό
φυσικό αέριο
φυσικοθεραπεία
φυσικοθεραπευτής
φυσικοθεραπεύτρια
φυσικοί πόροι
φυσικός
φυσικός αριθμός
φυσικότητα
φυσιογνωμία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close