φυσιολογικός
(προωθήθηκε από φυσιολογική)Μεταφράσεις
φυσιολογικός
(fisioloʝi'kos) αρσενικόφυσιολογική
(fisioloʝi'ci) θηλυκόφυσιολογικό
normal, natural, phsyiologicalphysiologique (fisioloʝi'ko) ουδέτεροεπίθετο
κανονικός, ομαλός φυσιολογική ανάπτυξη
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.