φωτογραφικός
(προωθήθηκε από φωτογραφικό)Μεταφράσεις
φωτογραφικός
(fotoɣrafi'kos) αρσενικόφωτογραφική
(fotoɣrafi'ci) θηλυκόφωτογραφικό
photographiquephotographic写真사진 (fotoɣrafi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τη φωτογραφία φωτογραφική μηχανή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.