χαϊδευτικός
(προωθήθηκε από χαϊδευτική)Μεταφράσεις
χαϊδευτικός
(xaiðefti'kos) αρσενικόχαϊδευτική
(xaiðefti'ci) θηλυκόχαϊδευτικό
caressingStreichelnالمداعبةгалещ爱抚愛撫애무smekande (xaiðefti'ko)επίθετο
1. που είναι σα χάδι χαϊδευτικά λόγια
2. τρυφερή παραλλαγή ονόματος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.