χειροκίνητος
(çiro'cinitos) αρσενικό
χειροκίνητη
(çiro'ciniti) θηλυκό
χειροκίνητο
manualmanualmanualemanualManualManual (çiro'cinito) ουδέτερο
επίθετο που μπαίνει σε λειτουργία με τη δύναμη των χεριών
manuel/-elle χειροκίνητη αντλία une pompe manuelle Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.