χειροπιαστός
Μεταφράσεις
χειροπιαστός
(çiropça'stos) αρσενικόχειροπιαστή
(çiropça'sti) θηλυκόχειροπιαστό
(çiropça'sto) ουδέτεροεπίθετο
1. ολοφάνερος χειροπιαστή απόδειξη
2. εμφανής χειροπιαστό παράδειγμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.