χειρουργικός
(προωθήθηκε από χειρουργικό)Μεταφράσεις
χειρουργικός
(çirurʝi'kos)χειρουργική
(çirurʝi'ci)χειρουργικό
surgical (çirurʝi'ko)επίθετο
σχετικός με χειρουργό ή χειρουργείο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.