χημικός
(προωθήθηκε από χημική)Μεταφράσεις
χημικός
(çimi'kos) αρσενικόχημική
(çimi'ci) θηλυκόχημικό
(çimi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τη χημεία χημική αντίδραση
χημικός
chemist, chemicalkemia, kemistochimique, chimistekjemiskchemischechimicachemischequímica化学化學כימי化学화학kemiskaουσιαστικό αρσενικό-θηλυκό
επιστήμονας στο χώρο της χημείας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.