Χοίρος - ορισμός του χοίρος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%87%ce%bf%ce%af%cf%81%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.371.254.883
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
χοίρος
Μεταφράσεις
χοίρος
pig
,
boar
,
hog
porc
豬
cerdo
Schwein
свинья
porco
خنزير
świnia
豬
prase
sika
חזיר
豚
돼지
gris
(
'çiros
)
ουσιαστικό
αρσενικό
το γουρούνι
porc
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
χλόη
χλομός
χλωμή
χλωμιάζω
χλωμό
χλωμός
χλωρή
χλωρίδα
χλωρίνη
χλώριο
χλωρίωση
χλωρό
χλωρός
χλωροφόρμιο
χλωροφύλλη
χνάρι
χνουδάτος
χνούδι
χνουδωτή
χνουδωτό
χνουδωτός
χοάνη
χόβερκραφτ
χόβολη
χοιρινή
χοιρινή μπριζόλα
χοιρινό
χοιρινό κρέας
χοιρινός
χοιρομέρι
χοίρος
χοιροστάσιο
χόκεϊ
χόκεϊ επί πάγου
χολ
χολέρα
χολερυθρίνη
χολή
χοληδόχος κύστη
χοληστερίνη
χολοκυστεκτομή
χολόλιθος
χολωμένος
χόμπι
χονδρεμπόριο
χονδρικά
χονδρική
χονδρικό
χονδρικός
χονδροειδής
χονδροειδώς
χονδρός
χόνδρος
Χονσού
χοντραίνω
χοντράνθρωπος
χοντρή
χοντρικός
χοντρό
χοντρό κομμάτι
χοντροκέφαλος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close