Χονδρεμπόριο - ορισμός του χονδρεμπόριο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%87%ce%bf%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%b5%ce%bc%cf%80%cf%8c%cf%81%ce%b9%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.589.461.786
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
χονδρεμπόριο
Μεταφράσεις
χονδρεμπόριο
بَيْعٌ بِالـجُمْلَة
χονδρεμπόριο
velkoobchod
χονδρεμπόριο
engroshandel
χονδρεμπόριο
Großhandel
χονδρεμπόριο
wholesale
χονδρεμπόριο
mayorista
χονδρεμπόριο
tukkukauppa
χονδρεμπόριο
vente en gros
χονδρεμπόριο
veleprodaja
χονδρεμπόριο
vendita all’ingrosso
χονδρεμπόριο
卸売り
χονδρεμπόριο
도매
χονδρεμπόριο
groothandel
χονδρεμπόριο
engrossalg
χονδρεμπόριο
sprzedaż hurtowa
χονδρεμπόριο
venda no atacado
,
venda por grosso
χονδρεμπόριο
оптовая торговля
χονδρεμπόριο
grossistförsäljning
χονδρεμπόριο
การขายส่ง
χονδρεμπόριο
toptan
χονδρεμπόριο
việc bán sỉ
χονδρεμπόριο
批发
Πλοηγός λέξεων
?
▲
χλωροφύλλη
χνάρι
χνουδάτος
χνούδι
χνουδωτή
χνουδωτό
χνουδωτός
χοάνη
χόβερκραφτ
χόβολη
χοιρινή
χοιρινή μπριζόλα
χοιρινό
χοιρινό κρέας
χοιρινός
χοιρομέρι
χοίρος
χοιροστάσιο
χόκεϊ
χόκεϊ επί πάγου
χολ
χολέρα
χολερυθρίνη
χολή
χοληδόχος κύστη
χοληστερίνη
χολοκυστεκτομή
χολόλιθος
χολωμένος
χόμπι
χονδρεμπόριο
χονδρικά
χονδρική
χονδρικό
χονδρικός
χονδροειδής
χονδροειδώς
χονδρός
χόνδρος
Χονσού
χοντραίνω
χοντράνθρωπος
χοντρή
χοντρικός
χοντρό
χοντρό κομμάτι
χοντροκέφαλος
χοντροκομμένος
χοντρός
χορδή
χορεία
χορευτής
χορευτής μπαλέτου
χορευτική
χορευτικό
χορευτικός
χορεύτρια
χορεύω
χορήγηση
χορηγία
χορηγός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close