Χονδροειδώς - ορισμός του χονδροειδώς από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%87%ce%bf%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%ce%b5%ce%b9%ce%b4%cf%8e%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.602.889.788
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
χονδροειδώς
Μεταφράσεις
χονδροειδώς
فاضِحًا
χονδροειδώς
hrubě
χονδροειδώς
groft
χονδροειδώς
äußerst
χονδροειδώς
grossly
χονδροειδώς
extremadamente
χονδροειδώς
törkeästi
χονδροειδώς
grossièrement
χονδροειδώς
vrlo
χονδροειδώς
grossolanamente
χονδροειδώς
ひどく
χονδροειδώς
심하게
χονδροειδώς
walgelijk
χονδροειδώς
grovt
χονδροειδώς
wybitnie
χονδροειδώς
grosseiramente
χονδροειδώς
вульгарно
χονδροειδώς
grovt
χονδροειδώς
มากเกินไป
χονδροειδώς
göze batacak şekilde
χονδροειδώς
một cách trắng trợn
χονδροειδώς
严重地
Πλοηγός λέξεων
?
▲
χνουδωτός
χοάνη
χόβερκραφτ
χόβολη
χοιρινή
χοιρινή μπριζόλα
χοιρινό
χοιρινό κρέας
χοιρινός
χοιρομέρι
χοίρος
χοιροστάσιο
χόκεϊ
χόκεϊ επί πάγου
χολ
χολέρα
χολερυθρίνη
χολή
χοληδόχος κύστη
χοληστερίνη
χολοκυστεκτομή
χολόλιθος
χολωμένος
χόμπι
χονδρεμπόριο
χονδρικά
χονδρική
χονδρικό
χονδρικός
χονδροειδής
χονδροειδώς
χονδρός
χόνδρος
Χονσού
χοντραίνω
χοντράνθρωπος
χοντρή
χοντρικός
χοντρό
χοντρό κομμάτι
χοντροκέφαλος
χοντροκομμένος
χοντρός
χορδή
χορεία
χορευτής
χορευτής μπαλέτου
χορευτική
χορευτικό
χορευτικός
χορεύτρια
χορεύω
χορήγηση
χορηγία
χορηγός
χορηγώ
χορογραφία
χορογραφικός
χορογράφος
χοροπηδάω
χοροπηδώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close