χοντρός
(προωθήθηκε από χοντρή)Μεταφράσεις
χοντρός
(xo'ndros) αρσενικόχοντρή
(xond'ri) θηλυκόχοντρό
dick, fett, massigfat, coarse, thick, grossgrosgordoسَمِيـنtlustýfedlihavadebeograsso太った살찐diktykkgrubygordoтолстыйtjockอ้วนşişmanbéo肥的 (xon'dro) ουδέτεροεπίθετο
1. παχύς χοντρή γυναίκα
2. βαρύς χοντρή ζακέτα
3. μεγάλος κομμένος σε χοντρά κομμάτια
4. άκομψος, κακόγουστος χοντρά αστεία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.