Χοντροκομμένος - ορισμός του χοντροκομμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%87%ce%bf%ce%bd%cf%84%cf%81%ce%bf%ce%ba%ce%bf%ce%bc%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.595.644.750
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
χοντροκομμένος
Μεταφράσεις
χοντροκομμένος
غَيْر لَبِق
χοντροκομμένος
netaktní
χοντροκομμένος
taktløs
χοντροκομμένος
taktlos
χοντροκομμένος
tactless
χοντροκομμένος
falto de tacto
χοντροκομμένος
tahditon
χοντροκομμένος
indélicat
χοντροκομμένος
bez takta
χοντροκομμένος
indelicato
χοντροκομμένος
機転のきかない
χοντροκομμένος
재치 없는
χοντροκομμένος
tactloos
χοντροκομμένος
taktløs
χοντροκομμένος
nietaktowny
χοντροκομμένος
sem diplomacia
χοντροκομμένος
бестактный
χοντροκομμένος
taktlös
χοντροκομμένος
ปราศจากยุทธวิธี
χοντροκομμένος
patavatsız
χοντροκομμένος
không lịch thiệp
χοντροκομμένος
束手无策的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
χοιροστάσιο
χόκεϊ
χόκεϊ επί πάγου
χολ
χολέρα
χολερυθρίνη
χολή
χοληδόχος κύστη
χοληστερίνη
χολοκυστεκτομή
χολόλιθος
χολωμένος
χόμπι
χονδρεμπόριο
χονδρικά
χονδρική
χονδρικό
χονδρικός
χονδροειδής
χονδροειδώς
χονδρός
χόνδρος
Χονσού
χοντραίνω
χοντράνθρωπος
χοντρή
χοντρικός
χοντρό
χοντρό κομμάτι
χοντροκέφαλος
χοντροκομμένος
χοντρός
χορδή
χορεία
χορευτής
χορευτής μπαλέτου
χορευτική
χορευτικό
χορευτικός
χορεύτρια
χορεύω
χορήγηση
χορηγία
χορηγός
χορηγώ
χορογραφία
χορογραφικός
χορογράφος
χοροπηδάω
χοροπηδώ
χορός
χορός σε αίθουσα χορού
χοροστατώ
χόρτα
χορταίνω
χορτάρι
Χόρτασα
χορτασμένη
χορτασμένο
χορτασμένος
χορταστικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close