χορευτικός
(προωθήθηκε από χορευτική)Μεταφράσεις
χορευτικός
(xorefti'kos) αρσενικόχορευτική
(xorefti'ci) θηλυκόχορευτικό
(xorefti'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με το χορό ή το χορευτή χορευτική ομάδα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.