Ψητό - ορισμός του ψητό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%88%ce%b7%cf%84%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.665.169.171
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ψητό
Μεταφράσεις
ψητό
ουσιαστικό
ουδέτερο
ψημένο κρέας
rôti
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ψεύτικη
ψεύτικο
ψεύτικος
ψεύτικός
ψευτομαχητής
ψεύτρα
ψηλά
ψηλά τακούνια
ψηλαφίζω
ψηλαφώ
ψηλή
ψηλό
ψηλόλιγνος
ψηλομύτα
ψηλομύτης
ψηλός
ψηλοτάκουνος
ψηλότερος
ψηλώνω
ψημένη
ψημένο
ψημένος
ψήνομαι
ψήνω
ψήνω στη σχάρα
ψήσιμο
ψησταριά
ψηστιέρα
ψητή
ψητή πατάτα
ψητό
ψητός
ψηφιακά
ψηφιακή τηλεόραση
ψηφιακή φωτογραφική μηχανή
ψηφιακό βιβλίο
ψηφιακό ραδιόφωνο
ψηφιακό ρολόι
ψηφιακός
ψηφιδωτή
ψηφιδωτό
ψηφιδωτός
ψηφίζω
ψηφίο
ψηφοδέλτιο
ψήφος
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψι
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστά
ψιθυριστή
ψιθυριστό
ψιθυριστός
ψίθυρος
ψιλά
ψιλή
ψιλικατζής
ψιλικατζίδικο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close