ψιλοπράγματα
Μεταφράσεις
ψιλοπράγματα
(psilo'praɣmata)ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός
1. αντικείμενα μικρής αξίας Ξοδεύει τα λεφτά του σε ψιλοπράγματα.
2. μεταφορικά ασήμαντες υποθέσεις τσακώνομαι για ψιλοπράγματα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.