ψυχαγωγικός
(προωθήθηκε από ψυχαγωγική)Μεταφράσεις
ψυχαγωγικός
(psixaɣoʝi'kos) αρσενικόψυχαγωγική
(psixaɣoʝi'ci) θηλυκόψυχαγωγικό
recreational (psixaɣoʝi'ko) ουδέτεροεπίθετο
που ψυχαγωγεί ψυχαγωγικό πρόγραμμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.