ψόφιος
Μεταφράσεις
ψόφιος
('psofços) αρσενικόψόφια
('psofça) θηλυκόψόφιο
('psofço) ουδέτεροεπίθετο
1. οικείο νεκρός ψόφια γάτα
2. οικείο μεταφορικά εξαντλημένος είμαι ψόφιος από την κούραση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.