Ψύχω - ορισμός του ψύχω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%88%cf%8d%cf%87%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.660.765.253
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ψύχω
Μεταφράσεις
ψύχω
يُبَرِّدُ
ψύχω
vychladit
ψύχω
afkøle
ψύχω
kühlen
ψύχω
chill
ψύχω
enfriar
ψύχω
jäähdyttää
ψύχω
refroidir
ψύχω
ohladiti
ψύχω
raffreddare
ψύχω
冷やす
ψύχω
식히다
ψύχω
afkoelen
ψύχω
avkjøle
ψύχω
oziębić
ψύχω
esfriar
ψύχω
охлаждать
ψύχω
kyla ner
ψύχω
ทำให้เย็น
ψύχω
soğutmak
ψύχω
làm lạnh
ψύχω
变冷
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ψυχολογία
ψυχολογικά
ψυχολογική
ψυχολογικό
ψυχολογικός
ψυχολόγος
ψυχομετρία
ψυχοπαθής
ψυχοπαθολογία
ψύχος
ψυχοσύνθεση
ψυχοσωματικός
ψυχοτρόπος
ψυχρά
ψύχρα
ψύχραιμα
ψύχραιμη
ψυχραιμία
ψύχραιμο
ψύχραιμος
ψυχραίνομαι
ψυχραίνω
ψυχρή
ψυχρό
ψυχρομετρία
ψυχρομετρικός
ψυχρόμετρο
ψυχρός
Ψυχρός πόλεμος
ψυχρότητα
ψύχω
ψύχωση
ψυχωτικός
ψωλή
ψωμάκι
ψωμί
ψωμιέρα
ψώνια
ψωνίζω
ψωνισμένος
ψώρα
ψωρίαση
ω
ωάριο
ωδείο
ωδή
ωδική
ωειδής
ώθηση
ωθώ
Ωκεανία
ωκεανογραφία
ωκεανογραφικός
ωκεανογράφος
ωκεανολογία
ωκεανολόγος
ωκεανός
ωλεκράνιος
ωλένη
ωμ
ωμά
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close