Ωθώ - ορισμός του ωθώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%89%ce%b8%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.661.825.970
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ωθώ
Μεταφράσεις
ωθώ
propel
,
push
,
urge
,
prompt
pousser
(
o'θo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
σπρώχνω, παροτρύνω
inciter amener
οι παράγοντες που ωθούν στη βία
les facteurs qui incitent à la violence
Τι σε ώθησε να συνθέσεις;
Qu'est-ce qui t'a amenépoussé à composer ?
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ψύχραιμος
ψυχραίνομαι
ψυχραίνω
ψυχρή
ψυχρό
ψυχρομετρία
ψυχρομετρικός
ψυχρόμετρο
ψυχρός
Ψυχρός πόλεμος
ψυχρότητα
ψύχω
ψύχωση
ψυχωτικός
ψωλή
ψωμάκι
ψωμί
ψωμιέρα
ψώνια
ψωνίζω
ψωνισμένος
ψώρα
ψωρίαση
ω
ωάριο
ωδείο
ωδή
ωδική
ωειδής
ώθηση
ωθώ
Ωκεανία
ωκεανογραφία
ωκεανογραφικός
ωκεανογράφος
ωκεανολογία
ωκεανολόγος
ωκεανός
ωλεκράνιος
ωλένη
ωμ
ωμά
ωμέγα
ωμή
ωμό
ωμοπλάτη
ωμός
ώμος
ωμότητα
ωξίνη
ωογένεση
ωογονία
ωοειδής
ωοθήκη
Ώρα
ώρα αιχμής
ώρα γεύματος
ώρα δείπνου
ώρα κλεισίματος
ώρα τσαγιού
ώρα ύπνου
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close