ωμός
(προωθήθηκε από ωμή)Μεταφράσεις
ωμός
(o'mos) αρσενικόωμή
(o'mi) θηλυκόωμό
rohraw, crude, uncookedcruخامsyrovýråcrudoraakasirovcrudo生の날것의rauwråsurowycruсыройråดิบçiğthô未加工的суров (o'mo) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν είναι μαγειρεμένος ωμό κρέας
2. μεταφορικά σκληρός, αδυσώπητος ωμή βία
3. στεγνός, χωρίς συναίσθημα ωμή απάντηση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.