Ωώδης - ορισμός του ωώδης από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%89%cf%8e%ce%b4%ce%b7%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.126.460
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ωώδης
Μεταφράσεις
ωώδης
oval
ωώδης
ovale
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ωστενίτης
ωστόσο
ωτακουστής
ωτακουστώ
ωταλγία
ωτασπίδα
ωτασπίδες
ωτίτιδα
ωτοασπίδα
ωτορινολαρυγγολόγος
ωτοσκώληκας
ωφελεί
ωφέλεια
ωφέλιμη
ωφελιμισμός
ωφελιμιστής
ωφελιμιστικός
ωφέλιμο
ωφέλιμο φορτίο
ωφέλιμος
ωφελιμότητα
ωφελούμαι
ωφελώ
ωχαδερφισμός
ώχρα
ωχρή
ωχρό
ωχρός
ωχρόφαιος
ωψώνω
ωώδης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close