Ώμος - ορισμός του ώμος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%8e%ce%bc%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.159.116
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ώμος
Μεταφράσεις
ώμος
Schulter
shoulder
épaule
hombro
كَتِف
rameno
skulder
olkapää
rame
spalla
肩
어깨
schouder
skulder
ramię
ombro
плечо
axel
ไหล่
omuz
vai
肩膀
,
肩
肩
(
'omos
)
ουσιαστικό
αρσενικό
ανατομία
άρθρωση μεταξύ βραχίονα και θώρακα
épaule
θηλυκό
(ανα) σηκώνω τους ώμους
hausser les épaules
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ψωμιέρα
ψώνια
ψωνίζω
ψωνισμένος
ψώρα
ψωρίαση
ω
ωάριο
ωδείο
ωδή
ωδική
ωειδής
ώθηση
ωθώ
Ωκεανία
ωκεανογραφία
ωκεανογραφικός
ωκεανογράφος
ωκεανολογία
ωκεανολόγος
ωκεανός
ωλεκράνιος
ωλένη
ωμ
ωμά
ωμέγα
ωμή
ωμό
ωμοπλάτη
ωμός
ώμος
ωμότητα
ωξίνη
ωογένεση
ωογονία
ωοειδής
ωοθήκη
Ώρα
ώρα αιχμής
ώρα γεύματος
ώρα δείπνου
ώρα κλεισίματος
ώρα τσαγιού
ώρα ύπνου
ώρα φαγητού
ώρα ψυχαγωγίας
ωραία
ωραίο
ωραιοπάθεια
ωραιοπαθές
ωραιοπαθής
ωραιοποιώ
ωραίος
ωραιότατος
ωραιότητα
ωράριο
ώρες αιχμής
ώρες γραφείου
ώρες επισκεπτηρίου
ώρες λειτουργίας
ωριαία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close