Ώριμα - ορισμός του ώριμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%8e%cf%81%ce%b9%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.575.041
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ώριμα
Μεταφράσεις
ώριμα
mûrement
(
'orima
)
επίρρημα
mûrement
σκέφτομαι ώριμα
réfléchir mûrement
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ωογένεση
ωογονία
ωοειδής
ωοθήκη
Ώρα
ώρα αιχμής
ώρα γεύματος
ώρα δείπνου
ώρα κλεισίματος
ώρα τσαγιού
ώρα ύπνου
ώρα φαγητού
ώρα ψυχαγωγίας
ωραία
ωραίο
ωραιοπάθεια
ωραιοπαθές
ωραιοπαθής
ωραιοποιώ
ωραίος
ωραιότατος
ωραιότητα
ωράριο
ώρες αιχμής
ώρες γραφείου
ώρες επισκεπτηρίου
ώρες λειτουργίας
ωριαία
ωριαία άτρακτος
ωριαίος
ώριμα
ωριμάζω
ωρίμαση
ώριμη
ώριμο
ώριμος
ωριμότητα
Ωρίων
ωρολογάς
ωρολογιακή βόμβα
ωρολόγιο
ωρολόγιο πρόγραμμα
Ωρολόγιον
ωρολογοποιείο
ωρολογοποιία
ωρομίσθιο
ωροσκόπιο
ωρύομαι
Ώρχους
ως
ως εκ τούτου
ωσαννά
Ωσηέ
ώσμωση
ωσότου
ώσπου
ώστε
ωστενίτης
ωστόσο
ωτακουστής
ωτακουστώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close