ακατέργαστος

Μεταφράσεις

ακατέργαστος

(aka'terɣastos) αρσενικό

ακατέργαστη

(aka'terɣasti) θηλυκό

ακατέργαστο

crude, untreatedفَظّprimitivnígrovprimitivburdo, crudokarkeabrutgrubgrezzo粗雑な천연 그대로의ruwsurowybrutoгрубыйgrovหยาบkabathô简陋的суров (aka'terɣasto) ουδέτερο
επίθετο
στη φυσική του μορφή ακατέργαστο ξύλο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.