αντιστέκομαι

Μεταφράσεις

αντιστέκομαι

resist, defy, somethingيُقاوِمُbránit semodståwiderstehenresistirvastustaarésisteropirati seresistere抵抗する저항하다weerstaanmotståoprzeć sięresistirсопротивлятьсяgöra motståndต่อต้านdirenmekchống lại抵抗 (andi'stekome)
ρήμα μεσοπαθητικό (ρήμα)
1. αρνούμαι με επιμονή, αμύνομαι αντιστέκομαι στην καταπίεση Προσπάθησε να αντισταθεί στους αστυνομικούς.
2. μεταφορικά αντέχω αντιστέκομαι στον πειρασμό
3. μεταφορικά πάω εναντίoν αντιστέκομαι στο ρεύμαστη μόδα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.