εξουσιοδοτώ

Μεταφράσεις

εξουσιοδοτώ

authorize, empower, delegate, accreditيُفَوِّضُschválitbemyndigeautorisierenautorizarvaltuuttaaautoriserovlastitiautorizzare権限を与える권한을 주다autoriserenautorisereupoważnićautorizarуполномочиватьauktoriseraให้อำนาจyetki vermekủy quyền授权授權 (eksusioðo'to)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
μεταθέτω δικαίωμα ή εξουσία σε κπ Με εξουσιοδότησε να διαχειριστώ την περιουσία του.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.