λιώνω

Μεταφράσεις

λιώνω

('ʎono)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. κάνω κτ να λιώσει λιώνω το βούτυρο
2. διαλύω λιώνω τη ζάχαρη στο νερό
3. φθείρω λιώνω τα παπούτσια μου

λιώνω

schmelzenmelt, dissolve, wear out, grind, thawsulaa, sulattaafondre, faire fondreolvadsciogliere, sciogliersifundir, derreterيَذُوبُ, يُذِيبُrozpustit, roztátsmeltederretir, fundirserastopiti, topiti se溶かす, 溶ける녹다, (...을) 녹이다doen smelten, smeltensmelteroztapiać się, stopićплавить, таятьsmältaละลาย ทำให้หลอมละลาย, หลอมละลาย ค่อยๆ จางหายไปerimek, eritmeklàm tan chảy, tan chảy融化
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. έρχομαι σε ρευστή κατάσταση Το χιόνι λιώνει.
2. μεταφορικά αρρωσταίνω λιώνω από έρωτα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.