μυρίζω

Μεταφράσεις

μυρίζω

(mi'rizo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
αισθάνομαι με την όσφρηση μυρίζω ένα λουλούδι

μυρίζω

smell, scentsentirفَاحَتْ مِنْهُ رَائِحَةُ..., يَشَمُّčichat, zapáchatlugteriechen, stinkenoler, olfatearhaista, haistaamirisati, pomirisatiodorare, puzzareにおいがする, においを嗅ぐ...의 냄새가 나다, 냄새를 맡다ruikenluktepachnieć, poczuć zapachcheirarобонять, пахнуть, нюхатьluktaได้กลิ่น, มีกลิ่นkoklamak, kokmakcó mùi, ngửi
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
επικρατεί μυρωδιά μυρίζει ωραία Μυρίζει βανίλια.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.